στοίχημα — deposit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
στοιχήματι — στοίχημα deposit neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιχήματος — στοίχημα deposit neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιάντες — 1. είδος παιχνιδιού μνήμης, με στοίχημα ανάμεσα σε δύο παίκτες χάνει εκείνος που όταν παίρνει κάτι από τα χέρια τού άλλου, λησμονά να αναφέρει μία από τις φράσεις «τό θυμάμαι» ή «τό ξέρω», οπότε ο άλλος κερδίζει λέγοντας γιάντες 2. (επεκτ.)… … Dictionary of Greek
προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό … Dictionary of Greek
στοιχηματίζω — Ν [στοίχημα, ήματος] 1. βάζω στοίχημα 2. μτφ. είμαι πάρα πολύ βέβαιος για κάτι … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
κορδιάζω — (Μ) 1. (μτβ.) συσχετίζω, συνταιριάζω 2. (αμτβ.) έρχομαι σε συνεννόηση ή κλείνω συμφωνία 3. φρ. «κορδιάζω στοίχημα» κλείνω συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. acorder ή < βεν. acordar] … Dictionary of Greek